«Αγκάλας πατρικάς διανοίξαι μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον αφορών του ελέους Σου. Νυν πτωχεύουσαν μη υπερίδης καρδίαν… Ήμαρτον… Σώσον με!»
(Απόσπασμα από τροπάριο της «Κυριακής του Ασώτου»)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Πατέρα μου Ουράνιε, σπεύσε να μου ανοίξεις την Πατρική Σου αγκαλιά… Κατέφαγα με άσωτο βίο την πνευματική περιουσία που μου χάρισες… κι’ επιστρέφω πάλι σ’ Εσένα, γυμνός και πάμπτωχος, αποβλέποντας στον ανεξάντλητο πλούτο του Πατρικού Σου Ελέους… Μην παραβλέψεις περιφρονητικά κι’ αδιάφορα την πτωχεύουσα από αρετές -και πλουτίζουσα από πάθη!- καρδιά μου, που επιστρέφει τώρα πάλι σ’ Εσένα… Αμάρτησα… Μετανοώ… Σώσε με!
Δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, σήμερα, «Κυριακή του Ασώτου» αφιερωμένη από την Μάννα-Εκκλησία στον μετανοημένο «Άσωτο» της Ευαγγελικής περικοπής του Ευαγγελιστή Λουκά, αλλά και στον… καθένα/καθεμιά από εμάς… που, κάποια στιγμή του βίου μας, υπήρξαμε όλοι ‘άσωτοι’ υιοί και θυγατέρες… έχοντας διακόψει κάθε σχέση ζωής και κοινωνίας μαζί Του… έχοντας απομακρυνθεί αυτεξούσια από την «κυριαρχία της Πατρικής Αγάπης» Του… κι’ έχοντας ταλαιπωρηθεί για χρόνια στην άνυδρη και φονική ερημιά των παθών… όπου θα μπορούσαμε να έχουμε αφήσει τα οστά μας από πνευματική λειψυδρία, πριν βρούμε στους αμμόλοφους της ερήμου τον δρόμο της επιστροφής προς την Όαση της Πίστης…!
Όπως έγραψα και σε προλαβούσα ανάρτησή μου: ανάμεσα στις άπειρες και πολυειδείς υλικές και ψυχικές απολαύσεις αυτού του κόσμου, δεν υπάρχει μεγαλύτερος ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΓΛΥΚΑΣΜΟΣ και θυμηδέστερος ΨΥΧΙΚΟΣ ΠΛΑΤΥΣΜΟΣ… από την αγνά ενήδονη εκείνη κατάσταση, που απολαμβάνει μια αληθινά μετανοούσα πρώην άσωτη ψυχή… και νυν επιστρέφουσα προς Χριστόν «πτωχεύουσα» καρδία, εκχέοντας χαριτωμένα δάκρυα καρδιακής συντριβής…!
Ένας ΚΑΚΟγηρος…
από το Άγιο Βουνό των ΚΑΛΟγήρων.
—————————————————
Απελπισμένη απόφαση
Επιστροφής του ασώτου παιδιού
από την σκοτεινή ‘ξενητειά’ της αμαρτίας
στο πάμφωτο παλάτι του Ουράνιου Πατέρα…
(Μια ποιητική απόδοση προσευχητικών νοημάτων μετανοίας… κάθε ‘ασώτου υιού’ και ‘άσωτης κόρης’, από όλους εμάς τους μετανοούντες Χριστολάτρες και τις μετανοούσες Χριστολάτριδες…)
Ασώτως επεθύμησα, Πατέρα μου, να ζήσω
Κι’ από την Βασιλεία Σου εμαυτόν να εξορίσω
Εις χώραν έφυγα μακράν, μακράν του Σου Προσώπου
Μονάχα με τις ηδονές ο άθλιος τρεφόμουν
Δαπάνησα και σκόρπισα την Σην περιουσίαν
Για λίγη πρόσκαιρη χαρά που δίνει η αμαρτία
Και τώρα που στον Οίκο Σου με δάκρυα γυρίζω
Τον πλούτο της Αγάπης Σου και πάλιν αντικρίζω
Πατέρα, με τα έργα μου νέκρωσα την ψυχή μου
Αλλά Συ είσαι η Ζωή, και η Ανάσταση μου
Οίδα την Ευσπλαχνίαν Σου, και την Μακροθυμίαν
Και ήλπισα πως εις Εσέ θα βρω την Σωτηρίαν
Μου έδωσες την Χάρη Σου κάτω απ’ το Πετραχήλι
Του Παραδείσου άνοιξες ξανά για εμέ την πύλη
Μου χάρισες το Σώμα Σου, για να τραφεί η ψυχή μου
Να φωτιστεί, ν’ αγιαστεί, να ενωθεί μαζί Σου
Άναυδος μένω κι’ απορώ, ανείκαστη η Στοργή Σου
Μ’ έχει γεμίσει δάκρυα η θεία Ανοχή Σου
Πως κλείνεις στις Αγκάλες Σου την γύμνια της ψυχής μου
και με στολές λαμπρότατες διατάζεις να με ντύσουν;
Δεν Σου ζητώ να με δεχθείς ως ένα των παιδιών Σου
Μία γωνιά στον Οίκο Σου μονάχα, Πάτερ, δως μου
Να ζω στην Βασιλεία Σου, ν’ ακούω την Φωνή Σου
Να χαίρω και ν’ αγάλλομαι στη θέα τη δική Σου
Θα χαίρεσαι, Πατέρα μου, κι Εσύ για το παιδί Σου
Που βρήκε την Μετάνοια και την επιστροφή του
Που μίσησε και άφησε της ηδονής την μέθη
Που ήταν νεκρός κι’ ανέζησε, απολωλώς κι’ ευρέθη…
(Στίχοι – μουσική – τραγούδι: Πολύμνια Παναγή)