Η εισβολή στην Ουκρανία και ο νέος Ψυχρός Πόλεμος. Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία απέναντι στη χρήση βίας.

Η απρόκλητη και μεγάλης κλίμακας Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μία απόλυτα καταδικαστέα ενέργεια, η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την καταγγελλόμενη προηγηθείσα χρήση βίας στις δύο επαρχίες του Ντονμπάς (Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ) που αυτονομήθηκαν από το 2014. Το Διεθνές Δίκαιο και η Διπλωματία των Διεθνών Οργανισμών παρέχει μέσα για εφαρμογή των Διεθνών Συμφωνιών και την εποπτεία της τηρήσεώς τους, τα οποία προφανώς ούτε εξαντλήθηκαν, αλλά ίσως ούτε καν χρησιμοποιήθηκαν με σοβαρό και αποφασιστικό τρόπο. Ο ΟΗΕ, κυρίως, αλλά και το Διεθνές Δικαστήριο, το Συμβούλιο Ασφαλείας, ο ΟΑΣΕ, οι μέθοδοι πολιτικής διαμεσολάβησης και οι απευθείας διαπραγματεύσεις, θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί για τον εντοπισμό των όποιων παραβιάσεων των Συμφωνιών του Μινσκ (2014,2015) και τον καταλογισμό ευθυνών, όπως και για την λήψη πρόσθετων μέτρων και αποφάσεων για την οριστική διευθέτηση των ανοιχτών ζητημάτων και ικανοποίηση των νόμιμων και εύλογων επιδιώξεων των δύο χωρών. Αυτό προφανώς δεν έγινε για δύο πιθανούς λόγους: Η μεν Ρωσία ήθελε να αξιοποιήσει τη δεδομένη στρατιωτική υπεροχή της, ώστε να επιτύχει 4 στόχους που γνώριζε ότι δεν είναι συμβατοί με το Διεθνές Δίκαιο (νομιμοποίηση της προσάρτησης της Κριμαίας, αποδοχή της απόσχισης του αυτονομημένου τμήματος του Ντονμπάς, εγκατάλειψη της συνταγματικής επιδίωξης για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και οριστική ουδετερότητα με αφοπλισμό της χώρας). Έτσι θέλησε, με την απειλή χρήσης βίας αρχικά και με την εισβολή στη συνέχεια, να επιτύχει με εξαναγκασμό τους στόχους της. Από την πλευρά της η Ουκρανία, πιστεύοντας ότι έχει το Διεθνές Δίκαιο αλλά και τη Δύση (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση) με το μέρος της, δεν θέλησε να επιδιώξει μία συναινετική λύση, που δεν θα ήταν συμβατή με τη διεθνή νομιμότητα και θα την καθιστούσε υποτελή προς τη Μόσχα, μειώνοντας την εδαφική της επικράτεια και την εθνική της ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση.

Το γεγονός ότι η Ρωσία χρησιμοποίησε υπέρμετρη και μη αναλογική βία, τουλάχιστον σε σχέση με την αποδοχή της απόσχισης του Ντονμπάς, (την Κριμαία την ήλεγχε ήδη από το 2014), αποδεικνύει ότι: είτε ήθελε να πετύχει την πλήρη δορυφοροποίηση (ίσως και ενσωμάτωση) της Ουκρανίας, είτε ότι ανέμενε (λανθασμένα όπως αποδείχθηκε) την αυτόβουλη υποχώρηση της Ουκρανίας και του λαού της στις απαιτήσεις της, έστω μετά από μια υποτυπώδη αντίσταση.

Τόσο όμως η μη αναμενόμενη σθεναρή αντίσταση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων αλλά και του λαού της, όσο και η εκδηλωθείσα, επίσης, μη αναμενόμενη, ισχυρή πολιτική και οικονομική αντίδραση (σκληρότατες κυρώσεις) του ΝΑΤΟ (και των ΗΠΑ), όπως και της Ευρώπης, αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης (ιδίως στο ανθρωπιστικό και ιδεολογικό επίπεδο), ανέτρεψαν τα σχέδια, χρονοδιαγράμματα και προβλέψεις των επιτιθέμενων.

Η δημιουργηθείσα κατάσταση παγκοσμίως θυμίζει έντονα τον Ψυχρό Πόλεμο (1945-1990) και ίσως σηματοδοτεί το δεύτερο γύρο του! Οι μεγάλης εκτάσεως οικονομικές κυρώσεις της Δύσης προς τη Ρωσία, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα διετή πανδημία και τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειές της, αλλά και η ανατροπή (προσωρινή ή και μόνιμη) της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης από τη Ρωσία, οδηγούν σε δύσκολα διαχειρίσιμα αδιέξοδα, που πλήττουν όλη τη διεθνή οικονομία.

Ταυτόχρονα, το “νεκρό” ΝΑΤΟ και η “κοιμισμένη” Ευρωπαϊκή Ένωση, ενεργοποιούνται και επανακαθορίζουν τους στόχους και τις μεθόδους τους. Οι ΗΠΑ εντείνουν τις σχέσεις και τον έλεγχό τους προς την Ευρώπη αποκόπτοντας την ενεργειακή της σχέση με τη Ρωσία (π.χ. North Stream 2), ενώ ετοιμάζονται να διοχετεύσουν το δικό τους LNG, ως εναλλακτική λύση (και προσοδοφόρα για τις ίδιες), ενώ επανακάμπτει η στρατιωτική παρουσία τους στην πρώην Ανατ. Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα θα αποκτήσει αμυντικό πυλώνα και θα επιδιώξει ενεργειακή επάρκεια (εργοστάσια LNG, νέοι αγωγοί όπως ίσως ο East Med, ανανεώσιμες πηγές, ίσως και πυρηνικοί σταθμοί), για να μην εξαρτάται από τη Ρωσία. Άλλωστε, η στρατιωτική βία που χρησιμοποιεί μαζικά η Ρωσία και η τραγικότητα των επιπτώσεων στον άμαχο πληθυσμό και τις υποδομές της Ουκρανίας, έχουν διαρρήξει για απροσδιόριστο χρόνο στο μέλλον τις όποιες συναινέσεις και συνέργειες είχε οικοδομήσει στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, κυρίως από το 1991 έως το 1999, μεταξύ ΝΑΤΟ, ΕΕ, και Ρωσίας, η οικονομική συνεργασία και η παγκοσμιοποίηση, μετά βέβαια την επικράτηση της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς.

Η μέχρι τώρα εξέλιξη του πολέμου μας οδηγεί στις εξής επισημάνσεις:

– Η Ευρώπη και η υφήλιος επιστρέφει στον σκοταδισμό της ένοπλης βίας και της απανθρωπίας… Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι δεν μας φρονημάτισαν.

– Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο οι ισχυροί πόλοι της διεθνούς κοινότητας απέτυχαν να οικοδομήσουν ένα συναινετικό και δίκαιο σύστημα επίλυσης διαφορών, και έτσι, η κάθε πλευρά προωθεί τα δικά της συμφέροντα χωρίς να συνυπολογίζει τα νόμιμα και εύλογα συμφέροντα των άλλων.

– Η Ρωσική εισβολή δεν μπόρεσε να επιβληθεί τάχιστα στην Ουκρανία και οι εισβολείς δεν έχουν εύκολη στρατηγική εξόδου, ενώ αντιμετωπίζουν και τεράστια ζημία από τις Δυτικές οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες ταυτόχρονα αποσταθεροποιούν την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία, με άξονα την ενεργειακή έλλειψη. Μακροπρόθεσμη Ρωσική κατοχή της Ουκρανίας είναι αδύνατη.

– Επιστρέφουμε σε νέο Ψυχρό Πόλεμο, αντί να υπάρξει μια σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, που είναι καταρχήν μια ευρωπαϊκή χώρα, πέρα από τον συνολικό ευρωασιατικό χαρακτήρα της. Αυτό θα διαιωνίσει την Αμερικανική ηγεμονία στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και ένα νέο διπολισμό, ενώ ταυτόχρονα οι ΗΠΑ εστιάζουν την προσπάθειά τους στην αντιμετώπιση της Κίνας.

– Η Ελλάδα οφείλει, μετά την ελπιζόμενη λήξη του πολέμου, να απαιτήσει από τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε πολύ υψηλούς τόνους, την άμεση απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων της Τουρκίας από την Κύπρο, σε εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας ή την επιβολή σκληρών οικονομικών κυρώσεων απέναντί της, μέχρι και πάγωμα ή αποβολή της από το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να μπλοκάρουν την ενταξιακή πορεία του «πονηρού και πλεονέκτη» γείτονά μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επανένωση της Κύπρου μετά από 48 χρόνια κατοχής του 37% του εδάφους της, πρέπει να γίνει προτεραιότητα της Ευρώπης, με όρους δίκαιης λύσης, για μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα να απαιτήσουμε την παύση του τουρκικού επεκτατισμού στο Αιγαίο και στον θαλάσσιο χώρο που δικαιούται η Ελλάδα, κατά το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας.

Του Δρ. Βενιαμίν Καρακωστάνογλου

Μόνιμος Λέκτορας Διεθνούς Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. Περιφερειακός Σύμβουλος Κεντρικής Μακεδονίας, Τομεάρχης Διαπεριφερειακών Σχέσεων τ. Πρόεδρος Περιφερειακού Συμβουλίου Π.Κ.Μ. πρ. Διπλωμάτης Διεθνών Οργανισμών.

Σχετικές δημοσιεύσεις